optymizm
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
optymizm (pl) < (άμεσο δάνειο) λατινική optimum
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔpˈtɨ̃mʲism̥/
Ουσιαστικό επεξεργασία
optymizm (pl) αρσενικό
optymizm (pl) < (άμεσο δάνειο) λατινική optimum
optymizm (pl) αρσενικό