onerous
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | onerous |
συγκριτικός | more onerous |
υπερθετικός | most onerous |
Ετυμολογία en επεξεργασία
- onerous < (κληρονομημένο) μέση αγγλική onerous < παλαιά γαλλική onereus < λατινική onerosus (βαρύς, δύσκολος στο κουβάλημα) < onus (φορτίο)
Επίθετο επεξεργασία
onerous (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ominous (απειλητικός)