Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ogródek ogródki
γενική ogródku ogródków
δοτική ogródkowi ogródkom
αιτιατική ogródek ogródki
οργανική ogródkiem ogródkami
τοπική ogródku ogródkach
κλητική ogródku ogródki

  Ετυμολογία επεξεργασία

ogródek < υποκοριστικό του ogród

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ogródek (pl) αρσενικό