Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα,   Επίθετο επεξεργασία

  • αλλού, σε άλλο χώρο, μακριά από 'δω
    • εξωσυγκροτηματικός, εξωτερικά των εγκαταστάσεων, εκτός οικοπέδου, εξωκτηριακός, εξωκτιριακός, εξωτερικός (όμως συνήθως σχετικά κοντά λόγω προσβασιμότητας)

Δείτε επίσης επεξεργασία