Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

obligataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομολογιούχος

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
obligataire obligataires

obligataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τα ομόλογα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη obliger