Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

now (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τώρα, αμέσως, πια, αυτή τη στιγμή
    What are you doing now?
    Τι κάνεις τώρα;
    He’s busy now.
    Είναι απασχολημένος τώρα.
    I saw him just now.
    Τον είδα τώρα δα.
    Come here now!
    Έλα εδώ αμέσως!
    They should be there now.
    Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
    This is now the only certainty.
    Αυτό πια είναι το μόνο σίγουρο.
    He will have left by now.
    Θα έχει φύγει τώρα πια.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις currently και immediately

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία