Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

nomenclature < λατινική nomenclatura < nomen (όνομα) + calare (καλώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

nomenclature (fr) θηλυκό
ονοματολογία:

  1. το σύνολο των όρων μιας επιστήμης ταξινομημένο με κάποια μέθοδο
    la nomenclature des plantes : οι ονομασίες των φυτών
  2. (μουσική) το σύνολο των οργάνων που εμφανίζονται, σε μια καθορισμένη σειρά, σε ένα πεντάγραμμο


Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία