nomenclator
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /noː.menˈklaː.tor/
Ουσιαστικό επεξεργασία
nomenclator αρσενικό
- ονοματολόγος, ονοματοκλήτωρ (δούλος που ακολουθούσε τον αφέντη του και του έλεγε τα ονόματα όσων συναντούσε στο δρόμο ή όσων έρχονταν να τον δουν)
Συγγενικά επεξεργασία
- nomenclatura
- → δείτε τις λέξεις nomen και calo