nieśmiertelność
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
nieśmiertelność (pl) < nie + śmiertelność
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
nieśmiertelność (pl) θηλυκό
- η αθανασία
nieśmiertelność (pl) < nie + śmiertelność
nieśmiertelność (pl) θηλυκό