never
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
never (en) (χωρίς παραθετικά)
- δεν…ποτέ, καμία φορά, σε κανένα χρονικό διάστημα
- ↪ almost never - σχεδόν ποτέ
- ↪ I have never felt better in my whole life.
- Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
- ↪ Never ever have I seen him so tired.
- Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο κουρασμένο.