Λατινικά (la) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈnek.toː/

  Ρήμα επεξεργασία

necto (la)

  1. πλέκω
  2. συνδέω, συνάπτω
  3. δένω

Κλίση επεξεργασία