natural
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | natural |
συγκριτικός | more natural |
υπερθετικός | most natural |
natural (en)
- φυσικός, όχι τεχνητός
- φυσικός, φυσιολογικός, όπως θα περίμενα
- χωρίς προσμείξεις
- φυσιολογικός, κανονικός, αναμενόμενος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
natural | naturals |
natural (en)
- είμαι γεννημένος να, για ταλέντο που ως προς μια ιδιότητά του γεννήθηκε με αυτήν, την εκδηλώνει αυθόρμητα, του "βγαίνει" φυσικά
- ↪ She is a natural for the role.
- Είναι γεννημένη για τον ρόλο.
- ↪ She is a natural for the role.
- (μουσική) φυσική νότα
Πηγές επεξεργασία
Ισπανικά (es) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
natural | naturales |
Επίθετο επεξεργασία
natural (es)
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
natural | naturais |
Επίθετο επεξεργασία
natural (pt)
- ο φυσικός, ο φυσιολογικός