Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

natural < παλαιά γαλλική natural < λατινική naturalis < natus < nascor

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός natural
συγκριτικός more natural
υπερθετικός most natural

natural (en)

  1. φυσικός, όχι τεχνητός
  2. φυσικός, φυσιολογικός, όπως θα περίμενα
    a natural consequence - φυσικό επακόλουθο
    He died a natural death.
    Πέθανε από φυσικό θάνατο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normal
  3. χωρίς προσμείξεις
  4. φυσιολογικός, κανονικός, αναμενόμενος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
natural naturals

natural (en)

  1. είμαι γεννημένος να, για ταλέντο που ως προς μια ιδιότητά του γεννήθηκε με αυτήν, την εκδηλώνει αυθόρμητα, του "βγαίνει" φυσικά
    She is a natural for the role.
    Είναι γεννημένη για τον ρόλο.
  2. (μουσική) φυσική νότα

  Πηγές επεξεργασία



Ισπανικά (es) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
natural naturales

  Επίθετο επεξεργασία

natural (es)



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
natural naturais

  Επίθετο επεξεργασία

natural (pt)