Αραγονικά (an) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (an)

  1. η φύση



Αστουριανά (ast) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (ast)

  1. η φύση



Γαλικιανά (gl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (gl)

  1. η φύση



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

natura < natur- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική natura naturaj
αιτιατική naturan naturajn

natura (eo)



Ιντερλίνγκουα (ia) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (ia)

  1. η φύση



Ιντερλίνγκουε (ie) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (ie)

  1. η φύση



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (es)

  1. η φύση



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (it)

  1. η φύση



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (la) θηλυκό



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /naˈtura/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

natura (pl) θηλυκό

  1. η φύση

Συγγενικά επεξεργασία