narrow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | narrow |
συγκριτικός | narrower |
υπερθετικός | narrowest |
narrow (en)
- στενός, με μικρό πλάτος
- ↪ The narrow bed is not comfortable at all.
- Το στενό κρεβάτι δεν είναι καθόλου άνετος.
- ↪ The narrow bed is not comfortable at all.
- (μεταφορικά) στενός
- narrow horizons
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | narrow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | narrows |
αόριστος | narrowed |
παθητική μετοχή | narrowed |
ενεργητική μετοχή | narrowing |
narrow (en)