Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

négative, θηλυκό του négatif

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
négative négatives

négative (fr) θηλυκό

  1. ο αρνητικός τρόπος απάντησης
    répondre par la négative - δίνω αρνητική απάντηση

Αντώνυμα επεξεργασία