Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mytho < mythomane

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mytho mythos

mytho (fr) αρσενικό ή θηλυκό