montant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | montant | montants |
θηλυκό | montante | montantes |
montant (fr)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
montant | montants |
montant (fr) αρσενικό
- το ποσό
- ο ορθοστάτης