Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

modulation (en)

  1. τροποποίηση
    • τροποποίηση με διατήρηση των αρχικών σχέσεων
  2. (πληροφορική, ηλεκτρονική) διαμόρφωση
    • frequency modulation: διαμόρφωση συχνότητας
  3. (μουσική) μετατροπία, αρμονική μετακίνηση μελωδίας σε άλλη τονικότητα με διατήρηση των σχέσεων των διαστημάτων της αρχικής μελωδίας (κυρίως στη δυτική μουσική)

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
modulation modulations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

modulation (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη moduler