mob
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mob (en)
Ρήμα επεξεργασία
mob (en)
- στριμώχνω, στριμώχνομαι
- μου την πέφτει πλήθος, την πέφτουμε σε κάποιον ή κάποιους, έρχονται πολλοί καταπάνω ή απλά υπάρχουν πολλοί καθώς περνώ
mob (en)
mob (en)