Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
misgiving misgivings

  Ετυμολογία επεξεργασία

misgiving < mis- + giving

  Ουσιαστικό επεξεργασία

misgiving (en)

  Πηγές επεξεργασία