misgiving
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
misgiving | misgivings |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
misgiving (en)
- η αμφιβολία, ο δισταγμός, η αβεβαιότητα
- ↪ I would like to be able to trust him but I have my misgivings.
- Θα ήθελα να μπορούσα να τον εμπιστευτώ αλλά έχω τους δισταγμούς μου.
- ≈ συνώνυμα: hesitation
- ↪ I would like to be able to trust him but I have my misgivings.
Πηγές επεξεργασία
- misgiving - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 242. ISBN 9780194325684., λήμμα: δισταγμός