Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

merci < λατινική mercedem < merces

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɛʁ.si/

  Επιφώνημα επεξεργασία

merci (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

merci (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

merci (fr) θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • à la merci de: στη διάθεση κάποιου, στο έλεος κάποιου, όντας τελείως εξαρτημένος από κάποιον
  • à merci: χωρίς όρια, λέγεται αρνητικά για κάτι που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί όσο θέλει