Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mebel < γερμανική Möbel < γαλλική meuble < λατινική mobilis (κινητός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɛbɛl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

mebel (pl) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία