Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
matière matières

matière (fr) θηλυκό

  1. η ουσία
    Matière inflammable. Εύφλεκτη ουσία.
  2. η ύλη