Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /masturbǎːt͡sija/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mas‐tur‐ba‐ci‐ja

  Ουσιαστικό επεξεργασία

masturbacija (sh) (κυριλλική γραφή: мастурбација) θηλυκό

Κλίση επεξεργασία