marmelado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- marmelado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marmelado | marmeladoj |
αιτιατική | marmeladon | marmeladojn |
marmelado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marmelado | marmeladoj |
αιτιατική | marmeladon | marmeladojn |
marmelado (eo)