marieur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
marieur | marieurs |
marieur (fr) αρσενικό (θηλυκό: marieuse)
Πηγές επεξεργασία
- marieur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé