map
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
map | maps |
map (en)
- χάρτης
- (μαθηματικά) συνάρτηση, απεικόνιση
- (πληροφορική) (δομή δεδομένων) πίνακας συσχετισμών, λεξικό
- ≈ συνώνυμα: associative array, dictionary
- δείτε επίσης: map (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- (πληροφορική) associative array, dictionary
Υπερώνυμα επεξεργασία
- (πληροφορική) collection
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Map (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ινδονησιακά (id) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
map (id)