manuskripto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manuskripto | manuskriptoj |
αιτιατική | manuskripton | manuskriptojn |
manuskripto (eo)
- το χειρόγραφο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manuskripto | manuskriptoj |
αιτιατική | manuskripton | manuskriptojn |
manuskripto (eo)