Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
manner
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
manner
manners
Ουσιαστικό
επεξεργασία
manner
(en)
ο
τρόπος
↪
new
manners
of production
- νέοι
τρόποι
παραγωγής
≈
συνώνυμα
:
way
,
method
,
mode
(
στον πληθυντικό
) οι
τρόποι
, συμπεριφορά ή φέρσιμο
↪
You have very bad
manners
!
Έχεις πολύ κακούς
τρόπους
!
≈
συνώνυμα
:
behavior