Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
manager managers

  Ετυμολογία επεξεργασία

manager < manage + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

manager (en)

  • ο διευθυντής, ο διαχειριστής
    general manager - γενικός διευθυντής
    staff manager - διευθυντής προσωπικού
    sales manager - διευθυντής πωλήσεων
    stage manager - διευθυντής σκηνής
    My wife is an excellent manager.
    Η γυναίκα μου είναι σπουδαίος διαχειριστής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
manager managers

manager (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ρήμα επεξεργασία

manager (fr)