Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

maire < λατινική maior

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɛʁ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
maire maires

maire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • ο/η δήμαρχος
    la mère du maire est tombée dans la mer - η μητέρα του δήμαρχου έπεσε στη θάλασσα (λογοπαίγνιο)

Συγγενικά επεξεργασία