Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό maître maîtres
θηλυκό maîtresse maîtresses

  Ετυμολογία επεξεργασία

maître < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική maistre < λατινική magister

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɛtʁ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

maître (fr) αρσενικό (θηλυκό maîtresse)

  1. ο δάσκαλος
  2. ο μετρ

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • maitre, maitresse (ορθογραφία του 1990)

  Πηγές επεξεργασία