métamorphique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.mɔʁ.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
métamorphique | métamorphiques |
métamorphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
métamorphique | métamorphiques |
métamorphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό