méfiant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- méfiant < méfier
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méfiant | méfiants |
θηλυκό | méfiante | méfiantes |
méfiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méfiant | méfiants |
θηλυκό | méfiante | méfiantes |
méfiant (fr)