Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lucifuge < λατινική lucifugus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lysifyʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lucifuge lucifuges

lucifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που απομακρύνεται, αποφεύγει το φως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lucifuge lucifuges

lucifuge (fr) αρσενικό