livreur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | livreur | livreurs |
θηλυκό | livreuse | livreuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
livreur (fr)
- αυτός που παραδίδει, που διανέμει εμπορεύματα, o κομιστής, ο διανομέας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη livrer