lively
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | lively |
συγκριτικός | livelier |
υπερθετικός | liveliest |
Επίθετο επεξεργασία
lively (en)
- ζωντανός, ζωηρός, που έχει ζωντάνια και ενεργητικότητα
- ↪ a lively girl - ζωντανή κοπέλα
- ↪ He was one of the most lively and active member of our club.
- Υπήρξε ένα από τα πιο ζωντανά και δραστήρια μέλη του συλλόγου μας.
- ↪ a lively character/guy/chap - ζωηρός τύπος
- ζωηρός, για ένα μέρος, ένα γεγονός κτλ. που είναι γεμάτο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό
- ↪ The news sparked the public’s lively interest.
- Η είδηση προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού.
- ↪ The news sparked the public’s lively interest.
- ζωηρός, ζωντανός, για χρώματα
- ↪ a lively green - ζωηρό πράσινο
- ↪ lively colors - ζωντανά χρώματα