ligo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligo | ligoj |
αιτιατική | ligon | ligojn |
ligo (eo)
- σύνδεσμος, ένωση
- (ειδικότερα) (πληροφορική) ο σύνδεσμος προς το διαδίκτυο
- δεσμός
- lia asocio ne havas formalan ligon kun mia
- το σωματείο του δεν έχει τυπικό (επίσημο) δεσμό με το δικό μου
- lia asocio ne havas formalan ligon kun mia