Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ligo < lig- + -o

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ligo ligoj
αιτιατική ligon ligojn

ligo (eo)

  1. σύνδεσμος, ένωση
  2. (ειδικότερα) (πληροφορική) ο σύνδεσμος προς το διαδίκτυο
  3. δεσμός
    lia asocio ne havas formalan ligon kun mia
    το σωματείο του δεν έχει τυπικό (επίσημο) δεσμό με το δικό μου