Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. levo < levis (=ελαφρύς)
  2. levo < levis (=λείος)

  Ρήμα 1 επεξεργασία

levo

  1. ελαφρύνω
  2. ανακουφίζω
  3. αφαιρώ
  4. μειώνω, ελαττώνω
  5. μετριάζω
  6. εξασθενώ
  7. ελευθερώνω
  8. αίρω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Ρήμα 2 επεξεργασία

levo

  1. λειαίνω
  2. γυαλίζω, στίλβω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία


Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

levo (sr)

  • λατινική γραφή του лево

Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

levo (sh)