kutimo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kutimo | kutimoj |
αιτιατική | kutimon | kutimojn |
kutimo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kutimo | kutimoj |
αιτιατική | kutimon | kutimojn |
kutimo (eo)