kuriero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kuriero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuriero | kurieroj |
αιτιατική | kurieron | kurierojn |
kuriero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuriero | kurieroj |
αιτιατική | kurieron | kurierojn |
kuriero (eo)