kontekst
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
kontekst < (λόγιο δάνειο) γαλλική contexte < λατινική contextus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kontekst (tr)
kontekst < (λόγιο δάνειο) γαλλική contexte < λατινική contextus
kontekst (tr)