Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική koleżanka koleżanki
γενική koleżanki koleżanek
δοτική koleżance koleżankom
αιτιατική koleżan koleżanki
οργανική koleżan koleżankami
τοπική koleżance koleżankach
κλητική koleżanko koleżanki

  Ετυμολογία επεξεργασία

koleżanka < θηλυκό του kolega

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

koleżanka (pl) θηλυκό

  • θηλυκό του kolega: η συνάδελφος, η συμπαίκτρια, η συμφοιτήτρια, η φίλη, η φιλενάδα