knabino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | knabino | knabinoj |
αιτιατική | knabinon | knabinojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kna.ˈbi.no/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : kna‐bi‐no
Ουσιαστικό επεξεργασία
knabino (eo)
- το κορίτσι