klin
Βοσνιακά (bs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
klin (bs) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
klin (sr)
- λατινική γραφή του клин
Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- klin < πρωτοσλαβική *klinъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
klin (sh) (κυριλλική γραφή: клин)
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | klin | klinovi |
γενική | klina | klinova |
δοτική | klinu | klinovima |
αιτιατική | klin | klinove |
κλητική | kline | klinovi |
τοπική | klinu | klinovima |
οργανική | klinom | klinovima |