karbono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karbono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karbono | karbonoj |
αιτιατική | karbonon | karbonojn |
karbono (eo)
- ο άνθρακας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karbono | karbonoj |
αιτιατική | karbonon | karbonojn |
karbono (eo)