kalendulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalendulo | kalenduloj |
αιτιατική | kalendulon | kalendulojn |
kalendulo (eo)
- (φυτό) η καλεντούλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalendulo | kalenduloj |
αιτιατική | kalendulon | kalendulojn |
kalendulo (eo)