jus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jus < (παρωχημένο) *ious < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yAus-
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
- ius ζωμός
Άλλες μορφές επεξεργασία
- jus naturale hominum, φυσικό δίκαιο
- jus gentium δίκαιο των εθνών, το μετέπειτα διεθνές δίκαιο
- jus possitivum, θετικό δίκαιο
- jus dispossitivum, επιτρεπτό δίκαιο
- jus summum αθροιστικό, δίκαιο της αυστηρότητας
- jus cogens επιτακτικό ή αναγκαστικό δίκαιο, Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια 1138a. 12 κ.ε.
- jus civitas οptimo jure το δίκαιο της πολιτικής θέσης απέναντι στους συμμάχους και υπηκόους λαούς ως προς τη Ρώμη.
Εκφράσεις επεξεργασία
- de jure
- homo sui juris, αυτεξούσιο
- jura πλθ. τα δίκαια
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jus | jură |
γενική | juris | jurum |
δοτική | jurī | jurĭbus |
αιτιατική | jus | jură |
κλητική | jus | jură |
αφαιρετική | jure | jurĭbus |
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
jus | jus |
jus (fr) αρσενικό
Παράγωγα επεξεργασία
- jus de fruit
- pur jus: από σκέτο χυμό