jumper
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
jumper (en)
- (αθλητισμός) άλτης
- αυτός που αυτοκτονεί πέφτοντας από ύψος
- (ηλεκτρολογία) βραχυκυκλωτήρας ή γέφυρα βραχυκύκλωσης
- διακρίνονται κυρίως σε: pin jumper (τζαμπεράκι) και jumper wire ή jump wire