joint
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
joint (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
joint | joints |
joint (fr) αρσενικό
joint (en)
ενικός | πληθυντικός |
joint | joints |
joint (fr) αρσενικό